- νύχμα
- νύχμα, τὸ (Α)βλ. νύγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νύχμα — prick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχματι — νύχμα prick neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… … Dictionary of Greek
νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] … Dictionary of Greek